-
1 παρα-ψήχω
παρα-ψήχω, an der Seite leise od. sanft abreiben; τοὺς τοίχους, Plut. Symp. 2, 7; Ael. H. A. 9, 16; – streicheln, u. übertr. auch mit Worten schmeicheln, Callim. Cer. 46. S. παραψύχομαι.
-
2 κατ-αμφι-έννῡμι
κατ-αμφι-έννῡμι (s. ἕννυμι), umkleiden, umgeben, λίϑῳ τοὺς τοίχους Ios.
-
3 κατα-γράφω
κατα-γράφω, 1) aufschreiben, beschreiben; ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Eur. Alc. 967; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας Plat. Legg. V, 741 c; τὰ ὅρκια Pol. 29, 2, 6; κατέγραφον εἰς τοὺς τοίχους τὸν στίχον 5, 9, 4; νόμους εἰς ἄξονας Plut. Sol. 25. – Bes. in Listen einschreiben, eintragen, στρατιώτας, d. i. Soldaten ausheben, Pol. oft; auch κοινοβούλιον, Pol. 28, 16, 1; ὁμήρους, 29, 2, 6; κατεγράφησαν, οὓς ἔδει ϑνήσκειν, von den Proscriptionen, Plut. Cic. 46; ἀγρούς, Land anweisen, frat. am. 8 E. – Von mathematischen Figuren, beschreiben, Sp., einen Umriß entwerfen, Pausan. 1, 28, 2. – Uebtr., sich vorstellen, Ael. N. A. 7, 11. – 2) zerkratzen, von Hesych. καταξύω erkl.; Her. 3, 108, v. l. καταγνάφω; καταγεγράφϑαι ταῖς ῥυτισι Ael. V. H. 10, 3, öfter; Nonn.
-
4 ἀπο-λύω
ἀπο-λύω, ablösen, 1) einen Gefangenen für ein Lösegeld freigeben, Iliad. 1, 95; 10, 449 dem μεϑεῖναι, umsonst freilassen, gegenüberstehend; freilassen, Plat. Rep. III, 390 a; von Soldaten, entlassen, Xen. Hell. 6, 5, 21; die Frau entlassen, sich von ihr scheiden, Ev. Matth. 1, 19, vgl. 5, 31; freisprechen vor Gericht, ἀπέλυσαν αὐτόν, μὴ φῶρα εἶναι Her. 2, 174; τινὰ τῆς αἰτίης 9. 88; Thuc. 6, 29; Xen. Mem. 4, 8, 5 u. sonst; pass. ἀπολύεσϑαι μὴ ἀδικεῖν Thuc. 1, 95; vgl. Lys. 8. 4; Isocr. 1, 23; med. ἀπολύσασϑαι αἰτίας Aesch. 2, 2; absol. Ar. Vesp. 988; rechtfertigen, Dem. 24, 13 u. Sp. – 2) trennen, absondern, losmachen, ἱμάντα ϑοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od. 21, 46; ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν, machte das Band, den Deckel los, 3, 392; vgl. πεῖσμα δ' ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίϑοιο Od. 1 3, 77; losreißen, ἀπὸ τοίχους λῠσε κλύδων τρόπιος Od. 12, 420; befreien, τινὰ κακῶν Plat. Rep. II. 365 a; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῠ σώματος κοινωνίας Phaed. 64 e; ὁπλοφόρου τάξεως Xen. Cyr. 6, 2, 37; ὠδῖνα, gebären, Ael. H. A. 3, 16 u. öfter; übertr., τινὰ τῆς ὠδῖνος Plat. Conv. 206 e; Theaet. 184 b τινὰ ὧν κύει ἀπολῦσαι; ἀνάλωμα, bezahlen, Crat. 417 b; wie absolvo, abmachen, Men. 99 b. – Med., a) loskaufen, χρυσοῦ, für Gold, Il. 22, 50; πολλῶν χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 21; befreien, τοὺς Ἕλληνας δουλείας Plat. Men. 245 a; sich von etwas befreien, διαβολήν Apol. 37 b, eine Verleumdung widerlegen; ἀπολύεσϑαι τὰς διαβολὰς πρός τινα Thuc. 8, 87; vgl. Dem. 18, 50; αἰτίας καὶ ὑπονοίας Plut. Anton. 74. – b) von einander loskommen, Thuc. 1, 49; dah. weggehen, Pol. 2, 34 u. öfter; ähnl. π οίῳ δέ ἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ Soph. Ant. 1314, wie kam sie um? vgl. ἔϑανες, ἀπελύϑης, 1254, u. πνεῠμα ἀπελύσατο Crinag. 31 (IX, 276). – τὸ ἀπολελυμένον, = ἀπόλυτον, der Positiv.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek